αναπαρατείνω

αναπαρατείνω
παρατείνω εκ νέου, δίνω νέα παράταση στον χρόνο εκτέλεσης μιας υποχρέωσης ή στην άσκηση ενός δικαιώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναπαράταση — η [αναπαρατείνω] η εκ νέου παράταση προθεσμίας, διορίας για την εκτέλεση υποχρεώσεως ή την άσκηση δικαιώματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”